Ἰσθμικούς

Ἰσθμικούς
Ἰσθμικός
of the Isthmus
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ισθμοί — Ἰσθμοῑ (Α) επίρρ. 1. στον Ισθμό, επί τού Ισθμού, ἐν τῷ Ισθμῷ 2. στα Ίσθμια, στους Ισθμικούς αγώνες («Ἰσθμοῑ τά τ ἐν Νεμέᾳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. οι (πρβλ. οἴκ οι)] …   Dictionary of Greek

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • ισθμιάζω — ἰσθμιάζω (Α) 1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες 2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει καταπίνεται ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.) 3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”